- ὀψολογίᾳ
- ὀψολογίᾱͅ , ὀψολογίαcookeryfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οψολογία — ὀψολογία, ἡ (Α) [οψολόγος] πραγματεία σχετικά με τα φαγητά … Dictionary of Greek
ὀψολογίας — ὀψολογίᾱς , ὀψολογία cookery fem acc pl ὀψολογίᾱς , ὀψολογία cookery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψολογίαν — ὀψολογίᾱν , ὀψολογία cookery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek